ἀκάμαντας

ἀκάμαντας
ἀκάμας
untiring
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ακάμαντας — Βλ. λ. Ακάμας …   Dictionary of Greek

  • Ἀκάμαντας — Ἀκάμας masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίθρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και μητέρα του Θησέα, που τον απέκτησε από τον Ποσειδώνα. Ο θεός της θάλασσας την έκανε δική του, ενώ είχε πάει, μετά από συμβουλή της… …   Dictionary of Greek

  • μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”